καρικατουρίστας

καρικατουρίστας
ο
γελοιογράφος, σχεδιαστής γελοιογραφιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρικατούρα + κατάλ. -ίστας (πρβλ. αρτ-ίστας, μακετ-ίστας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”